Scroll to top
© 2018, ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
Share

Ανάλυση στην Εφημερίδα “ΤΟ ΒΗΜΑ” για τη Novartis


ADMIN1 - 1 Ιουνίου 2020 - 0 comments

Τον Μάρτιο του 2018 («Τα Νέα», 3.3.2018) επιχειρηματολογούσα γιατί οι καταθέσεις των τριών μαρτύρων οι οποίοι εξετάστηκαν από τους εισαγγελείς Διαφθοράς, ως «προστατευόμενοι μάρτυρες» στην υπόθεση «Novartis», ήταν άκυρες. Σήμερα θα επιχειρήσω να καταδείξω παραλείψεις των εισαγγελικών αρχών και νομοθετικές ελλείψεις.

Νομοθετικό πλαίσιο

Με τη διάταξη του άρθρου 45 Β του προηγούμενου Κ.Ποιν.Δ., η οποία περιλήφθηκε αυτούσια στο άρθρο 47 του νέου Κ.Ποιν.Δ., εισήχθη ειδική ρύθμιση για τους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος. Ως τέτοιοι χαρακτηρίζονται από τους αρμόδιους εισαγγελείς (Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών και Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) οι μάρτυρες που συμβάλλουν ουσιωδώς, με τις πληροφορίες που παρέχουν στις διωκτικές αρχές, στην αποκάλυψη και δίωξη υπαιτίων, δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών, για συγκεκριμένες αξιόποινες πράξεις διαφθοράς. Ο χαρακτηρισμός αυτός έχει ως συνέπεια αφενός μεν να τυγχάνουν οι μάρτυρες αυτοί ειδικής προστασίας από πιθανολογούμενες πράξεις εκφοβισμού ή αντεκδίκησης (άρθρο 218 ΚΠΔ) και αφετέρου σε περίπτωση υποβολής εναντίον τους έγκλησης για ψευδή καταμήνυση, συκοφαντική δυσφήμηση κ.λπ., ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου να παραγγείλει στον αρμόδιο Εισαγγελέα την οριστική αποχή από την ποινική δίωξη των πράξεων αυτών αν κρίνει ότι η ποινική δίωξή τους δεν είναι απαραίτητη για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος. Ορίζεται, βέβαια, στην παράγραφο 1 του άρθρου 47 ότι η πράξη χαρακτηρισμού του μάρτυρα μπορεί να ανακαλείται (όχι υποχρεωτικά) αν ο Εισαγγελέας κρίνει ότι δεν συντρέχουν πλέον οι λόγοι που τον οδήγησαν στην έκδοσή της (δηλαδή ότι ο μάρτυρας εμπλέκεται με οποιονδήποτε τρόπο στις εν λόγω πράξεις ή απέβλεπε σε ίδιον όφελος). Αν δε, ανακληθεί η πράξη αυτή, ορίζεται ότι ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ανακαλεί υποχρεωτικά (και όχι δυνητικά όπως προβλεπόταν στο άρθρο 45 Β) την παραγγελία του για την οριστική αποχή από την ποινική δίωξη. Είναι προφανές ότι με τις ρυθμίσεις τόσο του άρθρου 45 Β όσο και του ισχύοντος ομοίου άρθρου 47 του Κ.Ποιν.Δ. ο νομοθέτης, προκειμένου να αντιμετωπίσει τη διαφθορά των δημοσίων υπαλλήλων και των εξομοιωμένων με αυτούς υπαλλήλων, που είναι δύσκολο να αποκαλυφθεί, θεώρησε σκόπιμο – και ορθώς – να παράσχει την προστασία, που αναφέρθηκε, στους μάρτυρες, οι οποίοι γνωρίζουν πράγματι και θέλουν να συμβάλουν με τις πληροφορίες που παρέχουν στις διωκτικές αρχές στην αποκάλυψη και στη δίωξη συγκεκριμένων εγκλημάτων διαφθοράς αλλά φοβούνται να δώσουν τις πληροφορίες αυτές, και αυτό για να μη γίνουν θύματα πράξεων εκφοβισμού ή αντεκδίκησης ή διώξεων με την υποβολή εναντίον τους αβασίμων εγκλήσεων για τα εγκλήματα της ψευδούς καταμήνυσης, της συκοφαντικής δυσφήμησης κ.λπ. Είναι επίσης προφανές ότι ο νομοθέτης ούτε ήθελε να παράσχει και ούτε παρέχει με τις παραπάνω διατάξεις την ίδια προστασία στους μάρτυρες οι οποίοι προβαίνουν για άλλους λόγους εν γνώσει τους σε ψευδείς και αβάσιμες καταγγελίες και χαρακτηρίζονται «ως δημοσίου συμφέροντος, ως μη εμπλεκόμενοι καθ’ οιονδήποτε τρόπο στις εν λόγω πράξεις και ως μη αποβλέποντες σε ίδιον όφελος».

Παραλείψεις των εισαγγελέων

Από τις έρευνες που έγιναν για την υπόθεση «Novartis», προέκυψε όχι μόνο εμπλοκή των ανωτέρω τριών μαρτύρων στις προαναφερθείσες πράξεις, αλλά και επιδίωξη από αυτούς ιδίου οφέλους, γι’ αυτό άλλωστε και αρχικάδεν τους δόθηκε ο χαρακτηρισμός του μάρτυρα «δημοσίου συμφέροντος», αλλά εξετάστηκαν παράτυπα ως προστατευόμενοι μάρτυρες, χωρίς να συντρέχει νόμιμη περίπτωση προς τούτο κατά το άρθρο 9 του Ν. 2928/2001. Ο χαρακτηρισμός τους ως μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος δόθηκε εκ των υστέρων και καλύφθηκε παράτυπα με έγκριση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Επομένως, αφού προέκυψε ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις χαρακτηρισμού των μαρτύρων αυτών ως δημοσίου συμφέροντος, έπρεπε να ανακληθεί η σχετική διάταξη της Εισαγγελέως Διαφθοράς και ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου να ανακαλέσει υποχρεωτικά την παραγγελία του για οριστική αποχή από την ποινική τους δίωξη. Στην ερευνώμενη υπόθεση «Novartis», δεν έγινε τίποτα από τα παραπάνω νομικώς προβλεπόμενα και επιπλέον οι εισαγγελείς αρνούνται να διαβιβάσουν στην Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή που διενεργεί προκαταρκτική εξέταση τα κρίσιμα έγγραφα που περιήλθαν στην κατοχή τους, παραβιάζοντας την ειδική διάταξη του άρθρου 156 παρ. 4 του Κανονισμού της Βουλής, κατά την οποία ορίζεται ότι «η Επιτροπή έχει όλες τις αρμοδιότητες του Εισαγγελέα όταν αυτός ενεργεί προκαταρκτική εξέταση…». Ανεξαρτήτως αν τα πιο πάνω έγγραφα δόθηκαν ή όχι στο πλαίσιο δικαστικής συνδρομής, ώστε να περιορίζεται η χρήση τους κατ’ άρθρο 7 του Ν. 2804/2000, στην ερευνώμενη από την Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή υπόθεση «Novartis» δεν πρόκειται για διαφορετική έρευνα αλλά για έρευνα της ίδιας υπόθεσης, η οποία απλώς διενεργείται ταυτόχρονα από δύο εισαγγελικές αρχές κατά συνταγματική επιταγή λόγω των διαφορετικών ιδιοτήτων των εμπλεκομένων προσώπων. Επομένως, η άρνηση των εισαγγελέων να διαβιβάσουν στην Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή τη σχετική αλληλογραφία μεταξύ των Αρχών Ελλάδος και ΗΠΑ είναι και αυθαίρετη και μη σύννομη.

Νομοθετικές ελλείψεις

Με την προβλεπόμενη στο άρθρο 47 του Κ.Ποιν.Δ. ανάκληση της πράξης χαρακτηρισμού του μάρτυρα ως δημοσίου συμφέροντος και την εξαιτίας αυτής υποχρεωτική ανάκληση της οριστικής αποχής από την ποινική δίωξη, δεν αντιμετωπίζεται η περίπτωση κατά την οποία μετά την προκαταρκτική εξέταση, που ενεργείται υποχρεωτικά, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 43 στις περιπτώσεις των αξιοποίνων πράξεων διαφθοράς, ο Εισαγγελέας θέτει την υπόθεση στο αρχείο, επειδή κρίνει ότι δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για να κινηθεί η ποινική δίωξη. Το ίδιο ισχύει πολύ περισσότερο στην περίπτωση που έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και εκδίδεται: α) απαλλακτικό βούλευμα με την αιτιολογία ότι δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις ή αυτές που υπάρχουν δεν είναι σοβαρές για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο ή β) απαλλακτική απόφαση με την αιτιολογία ότι δεν αποδείχθηκε η τέλεση των πράξεων αυτών από τον κατηγορούμενο ή υπάρχουν αμφιβολίες για την τέλεσή τους. Είναι προφανές επομένως ότι πρέπει να συμπληρωθεί η παράγραφος 1 του άρθρου 47 του ΚΠΔ με την προσθήκη εδαφίου, το οποίο να ορίζει ότι η πράξη του Εισαγγελέα με την οποία χαρακτηρίζεται κάποιος μάρτυρας ως μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος ανακαλείται και στις περιπτώσεις που η υπόθεση για τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις τέθηκε στο αρχείο, σύμφωνα την παράγραφο 4 του άρθρου 43 ή εκδόθηκε απαλλακτικό βούλευμα με την αιτιολογία ότι δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις ή αυτές που υπάρχουν δεν είναι σοβαρές για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο ή εκδόθηκε απαλλακτική απόφαση με την αιτιολογία ότι δεν αποδείχθηκε η τέλεση των παραπάνω αξιοποίνων πράξεων από τον κατηγορούμενο ή υπάρχουν αμφιβολίες για την τέλεση αυτών. Με τη ρύθμιση αυτή είναι βέβαιο ότι όχι μόνο θα αποτραπούν οι συκοφάντες και οι ψευδομάρτυρες από το να διαβάλλουν και να συκοφαντούν οποιοδήποτε δημόσιο πρόσωπο, επωφελούμενοι της δυνατότητας του χαρακτηρισμού τους ως μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος, αλλά και ότι δεν θα αποφύγουν τις ποινικές τους ευθύνες.

Related posts